- στοιχειώδης
- [стихиодис] εκ. элементарный, начальный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στοιχειώδης — elementary masc/fem acc pl (attic epic doric) στοιχειώδης elementary masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στοιχειώδης elementary masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek
στοιχειώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. ώς 1. ουσιώδης, βασικός: Δε γνωρίζει στοιχειώδη πράγματα. 2. αυτός που κυρίως απαιτείται: Δεν έχει στοιχειώδη νοημοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοιχειωδέστερον — στοιχειώδης elementary adverbial comp στοιχειώδης elementary masc acc comp sg στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειώδει — στοιχειώδης elementary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στοιχειώδης elementary masc/fem/neut dat sg στοιχειώδεϊ , στοιχειώδης elementary dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειώδη — στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στοιχειώδης elementary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στοιχειώδης elementary masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγνητόνη — Στοιχειώδης μονάδα μαγνητικής ροπής (ποσότητα – κβάντο – στοιχειώδης μαγνητική ροπή) που χρησιμοποιείται στα προβλήματα της ατομικής, πυρηνικής και μοριακής φυσικής. Διακρίνεται η μ. του Μπορ, ιδιότητα του ηλεκτρονίου, της οποίας η τιμή δίνεται… … Dictionary of Greek
στοιχειωδεστάτων — στοιχειώδης elementary fem gen superl pl στοιχειώδης elementary masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωδεστέραις — στοιχειώδης elementary fem dat comp pl στοιχειωδεστέρᾱͅς , στοιχειώδης elementary fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωδέστατα — στοιχειώδης elementary adverbial superl στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωδέστατον — στοιχειώδης elementary masc acc superl sg στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)